κλιμακόεσσαν

κλιμακόεσσαν
κλιμακόεις
with steps
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλιμακόεις — κλιμακόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει βαθμίδες, σκαλοπάτια, ο κατασκευασμένος κατά βαθμίδες, κλιμακωτός («Ἰθώμην κλιμακόεσσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, ακος + επίθημα όεις (πρβλ. δροσ όεις, μηχαν όεις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”